Το σχετικά μικρό μήκος του αμαξώματος σε συνδυασμό με το μακρύ μεταξόνιο και τα αρκετά πλατιά μετατρόχια καθιστούν την B-Class ιδιαίτερα σίγουρη σε ό,τι αφορά τον τρόπο που "πατά" στο δρόμο. Η ανάρτηση αποτελείται από γόνατα ΜακΦέρσον με ψαλίδια βάσης εμπρός σε συνδυασμό με αντιστρεπτική δοκό. Στο πίσω μέρος συναντούμε την εντυπωσιακή επιλογή που γνωρίσαμε και στην A-Class, δηλαδή έναν καμπύλο άξονα σε σχήμα παραβολής με έναν επιπλέον κεντρικό σύνδεσμο, ετερόκεντρα αμορτισέρ και ελατήρια και αντιστρεπτική δοκό. Η γενική ρύθμιση της ανάρτησης είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην παροχή υψηλού επιπέδου άνεσης, αν και το στάνταρ σύστημα selective damping (μεταβάλλει αυτόματα τη σκληρότητα των αμορτισέρ ανάλογα με τον τρόπο οδήγησης) συνεπάγεται ότι όταν τη χρειαστεί ο οδηγός θα έχει στη διάθεσή του μια αρκετά αλλά όχι υπέρμετρα σφικτή αίσθηση από την ανάρτηση. Σε δρόμο με στροφές οι κλίσεις είναι αισθητές, όμως η συμπεριφορά παραμένει ουδέτερη ακόμη και υπό πίεση τουλάχιστον στους καλής ποιότητας δρόμους όπου γνωρίσαμε το όχημα (το ESP εμπλέκεται όχι ιδιαίτερα συχνά). Το σύστημα διεύθυνσης με στάνταρ ηλεκτρομηχανική και μεταβλητή υποβοήθηση είναι ακριβές, σχετικά ελαφρύ και φιλικό στη χρήση. Στην εθνική οδό το αυτοκίνητο ξεδιπλώνει έναν πολύ ευχάριστο χαρακτήρα καθώς είναι ιδιαίτερα σταθερό ακόμη και σε πολύ υψηλές ταχύτητες, δεν αποσταθεροποιείται σε βίαιη επιβράδυνση ενώ ειδικά στις δίλιτρες εκδόσεις καλύπτει εύκολα μεγάλες αποστάσεις. Θετικές ήταν οι εντυπώσεις τόσο από τα φρένα, όσο και από τον επιλογέα του κιβωτίου (έκδοση 2,0 Turbo).
Ταξιδεύοντας σε ανοικτό, ευθύ δρόμο η B-Class είναι πολύ σταθερή. Σε συνδυασμό με τη γαλήνια ατμόσφαιρα στο εσωτερικό τα ταξίδια είναι ευχάριστη διαδικασία.
Με ιδιαίτερη σιγουριά και ουδέτερη συμπεριφορά κινείται σε δρόμο με στροφές η Β-Class.