Το 2004 και προς τα τέλη της χρονιάς, παρουσιάζεται το δεύτερης γενιάς Ford Focus. Είναι η εποχή της ωριμότητας, η εποχή στην οποία οι εταιρείες αποκρυσταλλώνουν τη σκέψη τους σχετικά με το πώς πρέπει να είναι ένα μικρομεσαίο. ΚατΆαρχάς πρέπει να είναι οικογενειακό – γιΆαυτό και τα μέλη του segment C μεγαλώνουν σε μέγεθος εκείνη την εποχή. Το Focus δεύτερης γενιάς είναι κατά 16,5 πόντους μακρύτερο από το πρώτο.
Σχεδιαστικά τώρα, δεν υπάρχουν μεγάλες εκπλήξεις και οι εταιρείες, μαζί τους και η Ford αρχίζουν να εκτιμούν πολύ αυτό που σήμερα είναι κανόνας: η κοινή εταιρική, σχεδιαστική ταυτότητα. Δεν είναι καθόλου άσχημο δηλαδή να μοιάζει πολύ το μοντέλο της μιας κατηγορίας με το μικρότερο ή το μεγαλύτερο όμόσταυλό του. Αυτό σημερα είναι ο πυρήνας της σκέψης των εταιρειών, αλλά είχε ξεκινήσει τότε.
Μπορεί περισσότερο να έχει να κάνει με τη λειτουργικότητα και την άνεση και λιγότερο με τη σχεδίαση, ωστόσο, χοντρικά, από το 2004 ξεκινάει η στροφή προς τον ψηφιακό χαρακτήρα. Το Focus μπορεί να εφοδιαστεί με φωνητικές εντολές, Bluetooth για το κινητό το οποίο ήδη δε φεύγει από το χέρι μας αλλά και φώτα που στρίβουν.
Και παρόλο που δεν υπάρχει έντονη σχεδιαστική τρέλα, όπως το 1998, υπάρχει όμως μια διαφορετική εξαλλοσύνη από πλευράς αυτοκινητοβιομηχανιών κι αυτή δεν είναι άλλη από την αγάπη για τα κάμπριο.
Εκείνη την εποχή, δε νοείται εταιρεία χωρίς όχημα με ανοιγόμενη οροφή και ειδικά με οροφή σκληρή αναδιπλούμενη. Η τρέλα κυριάρχησε στη μικρομεσαία κλάση (π.χ. Renault Megane, Peugeot 307, Volvo C70 και φυσικά Ford Focus) αλλά είχε πάρει μορφή επιδημίας στη μικρή κατηγορία (Opel Tigra ΤwinTop, Peugeot 206-207 CC, Mitsubishi Colt CZC, Nissan Micra και Mazda MX-5 λίγο πιο μετά). Aυτή ήταν η αισθητική των πραγμάτων το 2004 και το Ford Focus την αντανακλά πεντακάθαρα.